- ξεσυνηθίζω
- ξεχνώ μια συνήθεια μου, ξεμαθαίνω κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεσυνηθίζω — ξεσυνηθίζω, ξεσυνήθισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
απεθίζω — ἀπεθίζω (Α) 1. ξεσυνηθίζω κάποιον 2. μαθαίνω, διδάσκω κάποιον να μην κάνει, να αποφεύγει κάτι … Dictionary of Greek
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
ξεμαθαίνω — 1. ξεχνώ κάτι που έχω μάθει («τά μάθαινες εξέμαθες, τά ξερες ήχασές τα», Ερωτόκρ.) 2. χάνω συνήθεια που είχα, ξεσυνηθίζω («έχω να πάω πολύ.καιρό στο γυμναστήριο και έχω ξεμάθει) … Dictionary of Greek
ξεμαθαίνω — ξέμαθα, ξεμαθημένος, λησμονώ κάτι που έμαθα, ξεσυνηθίζω: Ξέμαθα να κεντώ. –Ξέμαθα να δουλεύω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)